ἀβαθές

ἀβαθές
ἀβαθής
not deep
masc/fem voc sg
ἀβαθής
not deep
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βάρις — ( ιδος), η (Α βᾱρις, ιδος και εως) νεοελλ. μικρή κανονιοφόρος του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο ατμόπλοιο αρχ. αβαθές φαρδύ ποταμόπλοιο, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως στην Αίγυπτο, για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων ή… …   Dictionary of Greek

  • βοθρίο — και βοθρίο, το (AM βοθρίον) [βόθρος] μικρός λάκκος νεοελλ. μικρό αβαθές κοίλωμα σε πολλά σημεία του σώματος (κερκιδικό, υπογλώσσιο κ.λπ.) αρχ. μικρή πληγή στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού …   Dictionary of Greek

  • κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… …   Dictionary of Greek

  • καλδαροπόλιον — και καρδαροπόλιον, τὸ (Μ) σκεύος, δοχείο πλατύστομο και αβαθές, καρδάρα, σκουτέλα …   Dictionary of Greek

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… …   Dictionary of Greek

  • κανό — I (Kano). Πόλη (3.329.900 κάτ. το 2003) της Νιγηρίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (20.131 τ. χλμ., 9.728.300 κάτ.). Αποτελεί κέντρο της φυλής των Xάουσα και ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τα πανάρχαια χρόνια από έναν σιδερά που… …   Dictionary of Greek

  • καυκιά — η [καύκα] ξύλινο ή λίθινο αβαθές δοχείο με πλατύ στόμιο το οποίο χρησιμεύει για την τριβή ή πολτοποίηση με το γουδοχέρι διαφόρων παρασκευασμάτων μαγειρικής, το γουδί …   Dictionary of Greek

  • κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… …   Dictionary of Greek

  • λοπάς — η (Α λοπάς, άδος) πήλινο αβαθές και ανοιχτό σκεύος φαγητού, πιατέλα αρχ. 1. το τηγάνι 2. είδος χύτρας 3. η σορός 4. ασθένεια τής ελιάς 5. ασθένεια από την οποία σαπίζουν οι ρίζες τής συκιάς 6. είδος οστρακοδέρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”